- ἔμφραξις
- ἔμφραξιςstoppagefem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐμφράξει — ἔμφραξις stoppage fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐμφράξεϊ , ἔμφραξις stoppage fem dat sg (epic) ἔμφραξις stoppage fem dat sg (attic ionic) ἐμφράσσω bar a passage aor subj act 3rd sg (epic) ἐμφράσσω bar a passage fut ind mid 2nd sg ἐμφράσσω bar … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφράξεις — ἔμφραξις stoppage fem nom/voc pl (attic epic) ἔμφραξις stoppage fem nom/acc pl (attic) ἐμφράσσω bar a passage aor subj act 2nd sg (epic) ἐμφράσσω bar a passage fut ind act 2nd sg ἐμφράσσω bar a passage aor subj act 2nd sg (epic) ἐμφράσσω bar a… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφράξεσι — ἔμφραξις stoppage fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφράξεσιν — ἔμφραξις stoppage fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφράξιες — ἔμφραξις stoppage fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφράξιος — ἔμφραξις stoppage fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔμφραξιν — ἔμφραξις stoppage fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έμφραξη — η (AM ἔμφραξις) 1. φράξιμο, στούπωμα, βούλλωμα 2. ιατρ. η απόφραξη αρτηρίας από εμβολή ή από άλλη αιτία 3. (οδοντιατρ.) η εισαγωγή σε κοιλότητα δοντιού παρασκευασμένης ουσίας κατάλληλης για την αποκατάσταση τής φυσιολογικής μορφής τού δοντιού, κν … Dictionary of Greek
ἐμφράξεων — ἐμφράξεω̆ν , ἔμφραξις stoppage fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφράξεως — ἐμφράξεω̆ς , ἔμφραξις stoppage fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)